δίχειρος

δίχειρος
και δίχερος, -η, -ο και δίχειρ, ο, η
1. (για τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα) αυτός που έχει δύο χέρια
2. (για αγγείο) αυτό που έχει δύο λαβές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δίχειρος — η, ο αυτός που διαθέτει δύο χέρια: Το πιο γνωστό δίχειρο ζώο είναι ο άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”